Αγριεμένο τίποτα
Κοντά στο ξημέρωμα έριξα τα λέπια μου στην τρικυμία
θήρεψα από τη θάλασσα μορφή κατακρεουργημένη
μια μορφή τρελή σχεδόν κι αερική
ασύχναστη και ανεπιθύμητη στον κόσμο της ωραιοσύνης
τα δάχτυλά μου αργά ξεφυλλίσανε τα φύκια
πάλευα για ν’ αδράξω τους καρπούς των βυθών
όλη τη νύχτα άτσαλα κολυμπώντας
- πόσες ελπίδες και έρωτες δεν έπνιξα
εγώ η βιασμένη από στυφούς λυγμούς
θυμάμαι…
κάποια ώρα που ένα παιδί αθώο, βορά δόθηκε
κάποια σκιά που προσπάθησε να σωθεί
απ’ τη σιγή ενός αγριεμένου τίποτα
κάποια νυχτιά που η μοναξιά
με μελισσοκέρι σφράγισε την πόρτα